- θρανιτικός
- θρᾱν-ῑτικός, ή, όν,A of a
θρανίτης, κώπη Callix.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρανίτης, κώπη Callix.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρανιτικός — θρανιτικός, ή, όν (Α) [θρανίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρανίτη* … Dictionary of Greek
θρανιτικάς — θρανιτικά̱ς , θρανιτικός of a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)